Στο πλαίσιο μιας διεθνούς προσπάθειας για την αντιμετώπιση των διαδικτυακών οικονομικών απατών, αστυνομικές αρχές σε 34 χώρες συνέλαβαν περίπου 3.500 υπόπτους και κατάσχεσαν περιουσιακά στοιχεία αξίας περίπου 300 εκατομμυρίων δολαρίων, όπως ανακοίνωσε η Interpol.
Η εξάμηνη επιχείρηση, με την ονομασία HAECHI IV, στόχευε τις υποκλοπές ηλεκτρονικών ταχυδρομείων επιχειρήσεων (BEC), τις απάτες στο ηλεκτρονικό εμπόριο, τις επενδυτική απάτες, τα phishing, το ξέπλυμα χρήματος που σχετίζεται με παράνομα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια, τις απάτες ρομαντικών σχέσεων και τα διαδικτυακά κυκλώματα εκβιασμού.
Ως μέρος της προσπάθειας, οι αρχές μπλόκαραν περισσότερους από 82.000 τραπεζικούς λογαριασμούς, ενώ κατάσχεσαν 199 εκατομμύρια δολάρια σε μετρητά και περίπου 101 εκατομμύρια δολάρια σε κρυπτονομίσματα. Επιπλέον πάγωσαν περισσότερους από 360 λογαριασμούς εικονικών περιουσιακών στοιχείων.
«Η κατάσχεση των 300 εκατομμυρίων δολαρίων αντιπροσωπεύει ένα εκπληκτικό ποσό και δείχνει ξεκάθαρα το κίνητρο πίσω από τη σημερινή εκρηκτική ανάπτυξη του παγκόσμιου οργανωμένου εγκλήματος. Αυτή η τεράστια συσσώρευση παράνομου πλούτου αποτελεί σοβαρή απειλή για την παγκόσμια ασφάλεια και αποδυναμώνει την οικονομική σταθερότητα των εθνών παγκοσμίως», δήλωσε ο εκτελεστικός διευθυντής της Interpol, Stephen Kavanagh.
Την Τρίτη, η Europol δημοσίευσε μια αξιολόγηση απειλών για το οργανωμένο έγκλημα στο διαδίκτυο για το 2023, όπως και μια συνοδευτική έκθεση IOCTA, σημειώνοντας ότι οι επενδυτικές απάτες και τα προγράμματα BEC παραμένουν οι πιο παραγωγικές μορφές ηλεκτρονικής χρηματοοικονομικής απάτης, ενώ οι εγκληματικές αγορές στον κυβερνοχώρο ανθίζουν με κλεμμένα δεδομένα και διαπιστευτήρια.
«Το κεντρικό εμπόρευμα αυτής της παράνομης οικονομίας είναι τα κλεμμένα δεδομένα, τα οποία αγοράζονται και παράγονται από διαφορετικές επιθέσεις στον κυβερνοχώρο. Συνεργάτες προγραμμάτων ransomware, απατεώνες και χάκερ αναζητούν πληροφορίες των θυμάτων για να αποκτήσουν πρόσβαση στα συστήματα και τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους», σημειώνει η Europol.
Η έκθεση υπογραμμίζει ομοιότητες στις τεχνικές μεταξύ διαφορετικών τύπων εγκληματικών δραστηριοτήτων στο διαδίκτυο, καθώς και την εξάρτηση των δραστών σε εγκληματικής φύσεως ιστοσελίδες και προγράμματα , όπως διαμεσολαβήσεις αρχικής πρόσβασης για ransomware και άλλων κακόβουλων λογισμικών, αντιμετώπιση υπηρεσιών προστασίας από ιούς (antivirus) ώστε να μην εντοπίζονται και VPN για απόκρυψη των ταυτοτήτων και της τοποθεσίας τους.
Επιπλέον, υπάρχουν και οι πάροχοι υπηρεσιών διαδικτύου που κλείνουν τα μάτια στις παράνομες λειτουργίες που πραγματοποιούνται, κάτι το οποίο δυσκολεύει περισσότερο την σύλληψη τους.
Σύμφωνα με την Interpol, περίπου το 75% των υποθέσεων που διερευνήθηκαν στο πλαίσιο της επιχείρησης HAECHI IV αφορούσαν επενδυτικές άπατες, BEC και συστήματα απάτης ηλεκτρονικού εμπορίου.
Η επιχείρηση οδήγησε επίσης στη σύλληψη ενός υψηλού προφίλ εγκληματία τυχερών παιχνιδιών στο διαδίκτυο, ο οποίος απέφευγε τις αρχές για δύο χρόνια.